επιφαρμακοποιός

επιφαρμακοποιός
ο воен, врач-фармацевт в чине майора

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "επιφαρμακοποιός" в других словарях:

  • επιφαρμακοποιός — ο στρ. αξιωματικός τού φαρμακευτικού σώματος τού στρατού με βαθμό αντίστοιχο με αυτόν τού ταγματάρχη. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται στην Εφημερίδα τής Κυβερνήσεως τού Βασιλείου τής Ελλάδος] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»